- μαξιλαροθήκη
- ητο υφασμάτινο εξωτερικό περίβλημα του μαξιλαριού, η θήκη τού μαξιλαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαξιλαροθήκη — η το υφασμάτινο κάλυμμα του μαξιλαριού: Προτιμώ τις βαμβακερές μαξιλαροθήκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κελύφι — και κλύφι (Α κελύφιον) [κέλυφος] νεοελλ. πάνινη θήκη μαξιλαριού μαξιλαροθήκη αρχ. τσόφλι … Dictionary of Greek
κιλίφι — το μαξιλαροθήκη, κελύφι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. kilif < ελλ. κελύφ ιν < αρχ. κελύφ ιον υποκορ. τού κέλυφος] … Dictionary of Greek
προσκεφαλαιοθήκη — και προσκεφαλοθήκη, η, Ν θήκη προσκέφαλου από ύφασμα, μαξιλαροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ(αι)ο + θήκη] … Dictionary of Greek
κελίφι, το — και κλίφι,το (λ. τουρκ.), μαξιλαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)